- γαυροῦμαι
- γαυρόομαιmake proudpres ind mp 1st sgγαυρόωmake proudpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαυρώ — γαυρῶ ( όω) (Α) [γαύρος] 1. καθιστώ κάποιον υπερήφανο 2. γαυροῡμαι χαίρομαι, θριαμβολογώ, επαίρομαι … Dictionary of Greek
γαύρωμα — το (Α) αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ* είναι μεταγενέστερο] … Dictionary of Greek
ψευδογαυρούμαι — όομαι, Μ κομπάζω χωρίς λόγο, για ανύπαρκτες αρετές ή ανύπαρκτα αξιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + γαυροῦμαι «επαίρομαι, κομπάζω»] … Dictionary of Greek
ԽԻԶԱԽԵՄ — (եցի.) NBH 1 0943 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 14c չ. θαρρέω audeo, praesumo, aggredior γαυροῦμαι exsulto. Վստահիլ. համարձակիլ. իշխել. քաջալերիլ. յանդգնիլ. ձեռներեց լինել. ... *Մի՛ օքանչանայք ընդ այսքան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆԱԶԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0384 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ձ. ՆԱԶԻՄ եւս եւ ՆԱԶԵՄ, եցի. չ. σεμνόομαι gravitatem prae me fero γαυρόω, γαυροῦμαι efferor, glorior, jacto me, superbio. Նազանս ցուցանել. նազելի զանձն համարել եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԵՐՃԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0646 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c չ. γαυριάω, γαυροῦμαι glorior, jacto, placeo mihi ἑντρυφάω oblecto me. Ճոխանալ ʼի վերայ այլոց. պանծանալ. պարծիլ. գոռոզանալ. սոնքալ. նազիլ. ... *Ի՞ւ պերճացարուք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)